Οι τάφοι Α και Β της Κατερίνης ανασκάφηκαν στα χρόνια 1976, 1977 και 1980. Πρόκειται για ένα παλαιό εύρημα, γνωστό στον επιστημονικό κόσμο λόγω της ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής και των πολύτιμων ευρημάτων του τάφου Α, το οποίο με την παρούσα έκδοση γνωρίζει την οριστική του δημοσίευση. Οι τάφοι βρίσκονται περίπου 2 χλμ. βορειοανατολικά της Κατερίνης και σε απόσταση γύρω στα 200 μ. από την παλαιά Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης – Κατερίνης. Η περιοχή αυτή, την περίοδο που ανακαλύφθηκαν, χρησιμοποιούνταν για χωματοληψίες από εργοστάσιο πλινθοποιίας. Στην αρχαιότητα ανήκαν πιθανότατα σε έναν οικισμό που ανακαλύφθηκε στην θέση «Κρανιά», νοτιοδυτικά του Κορινού. Ο τάφος Α είναι ένας μνημειακός κιβωτιόσχημος τάφος με προθάλαμο που δεν έχει πρόσβαση από τον περιβάλλοντα χώρο, επικοινωνεί ωστόσο με τον θάλαμο μέσω μιας κεντρικής, δίφυλλης, μαρμάρινης θύρας. Οι τοίχοι του προθαλάμου έφεραν στο άνω τμήμα τους παραστάσεις όπλων, από τις οποίες ξεχωρίζει εκείνη στο βόρειο τοίχο που εικονίζει μια ασπίδα με ένα μαύρο κυνηγετικό σκυλί ως επίσημα. Αν και ο τάφος είχε συληθεί, βρέθηκαν πλούσια κτερίσματα που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ένα υποτραχήλιο, τμήμα εξάρτυσης πολεμιστή, και ιπποσκευές από πολύτιμο μέταλλο, ένα μοναδικό ξίφος με χρυσή διακόσμηση, υπολείμματα ξύλινης κλίνης με στοιχεία από ελεφαντόδοντο, χρυσά κοσμήματα και ελάσματα για τη διακόσμηση υφασμάτων. Ο τάφος ανήκε προφανώς σε σημαντική προσωπικότητα, υψηλόβαθμο αξιωματούχο του μακεδονικού στρατού της εποχής του Φιλίππου Β', τα καμένα οστά του οποίου ήταν τυλιγμένα σε πορφυρό ύφασμα. Ίσως θάφτηκε σε αυτόν και η σύζυγός του. Ο επίσης συλημένος τάφος Β που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π. Χ. ήταν ένας απλός, μνημειακός κιβωτιόσχημος τάφος. Ανάμεσα στα κτερίσματά του ξεχωρίζουν τα υπολείμματα μιας ξύλινης ασπίδας με σιδερένια προσαρτήματα.