Ένας νεαρός Βούλγαρος, ο Στόικο Βλαδισλάβοφ (1739-1813), γιος ζωεμπόρου από το Κότελ, μαθαίνει στην πατρίδα του τα στοιχειώδη ελληνικά γράμματα και, προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του, μένει ορφανός. Νεαρός και άπειρος στη ζωή, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα χρέη του πατέρα του και να εργασθεί σκληρά για να ζήσει την οικογένεια που δημιούργησε. Με παρότρυνση των συμπατριωτών του, και χωρίς να είναι έτοιμος γι' αυτό, δέχεται να χειροτονηθεί ιερέας και έτσι μπαίνει σε νέα βάσανα και ταλαιπωρίες, που δεν μπορούσε καν να φαντασθεί. Για χρόνια ολόκληρα αντιμετωπίζει προβλήματα, διώξεις και απειλές από Τούρκους αξιωματούχους και από τα στρατεύματα του επαναστάτη Παζβάντογλου. Ο θάνατος τον αγγίζει επανειλημμένως. Η κατάσταση δεν βελτιώνεται ούτε όταν χειροτονείται αρχιερέας, και ως Επίσκοπος Βράτσας Σωφρόνιος πια βρίσκεται μπροστά σε νέα δύσκολα προβλήματα, υφίσταται ταπεινώσεις, τιμωρίες και πρωτοφανείς εξευτελισμούς. Πολλές φορές κάμπτεται ψυχικά και καταφεύγει σε τεχνάσματα για να σώσει τη ζωή του. Τελικά διαφεύγει στη Βλαχία, όπου περνάει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γράφοντας και μεταφράζοντας βιβλία για τους συμπατριώτες του στη βουλγαρική γλώσσα. Όλες οι περιπέτειες και τα παθήματα του συμπαθητικού και ταλαιπωρημένου αυτού κληρικού περιγράφονται από τον ίδιο στην αυτοβιογραφία του, η οποία, γραμμένη σε απλοϊκή βουλγαρική γλώσσα, δίνεται εδώ για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση. Η αξία του κειμένου αυτού έγκειται στον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα του, συγχρόνως όμως αποτελεί ένα από τα πρώτα κείμενα, σε απλή γλώσσα, της νεότερης βουλγαρικής γραμματείας.