Η μοίρα του Οδυσσέα είναι να επιστρέφει. Ο Οδυσσέας, στο κείμενο του Δημητριάδη, γυρνά, αλλά δεν είναι μόνον ηλιοψημένος και θαλασσοδαρμένος ήρωας, αλλά και χαροκαμένος, στερημένος, μόνος, κυνηγημένος, εξαντλημένος, πονεμένος, αποθαρρυμένος άντρας ίδιος με αυτόν που έφυγε, αλλά ποτισμένος ως το μεδούλι με τη σκληρότητα του πολέμου και τους εξευτελισμούς του νόστου. Και η Ιθάκη είναι μια τεράστια ερωμένη που περιμένει να δεχτεί, όταν έχει γίνει η αναμονή αβάσταχτη, να δεχτεί τον εραστή στο απόγειο του έρωτα και του πόθου της και εκείνος δεν μάτια ούτε για τον Τηλέμαχο, ούτε για τον Λαέρτη, την Πηνελόπη, το παλάτι του, τον λαό του, τους μνηστήρες, τον σκύλο του, ούτε για τους θεούς, γιατί η Ιθάκη είναι η ολιστική σύζευξη όλων αυτών, και κάτι παραπάνω: είναι το σώμα και η ψυχή του τόπου.