Μια γυναίκα αναμετριέται με την επώδυνη μνήμη. Καταθέτει σπαράγματα μιας ζωής που πέρασε από την απέραντη γονεϊκή αγάπη και φροντίδα στη μετεμφυλιακή κόλαση της Ελλάδας. Ένα αγρίμι που έμαθε να αμύνεται και να κρύβεται, αποφάσισε κάποια στιγμή πως ο φόβος δε θα είναι το μέλλον του και αφέθηκε στη γλυκιά λύτρωση του έρωτα. Μια γυναίκα εξιστορεί προσφυγιά, φυλακή, εκτελέσεις, αγώνα και προδοσία, ελπίδα και απόγνωση, έρωτα και συντροφικότητα, δύναμη και ευαισθησία και πασχίζει να εξηγήσει πώς γίνεται να βάζει κάποιος το δάχτυλό του στη ζωή σου και να την ξεφλουδίζει· να βάζει τα χέρια του μεσ’ στον κόρφο σου, φρουτ, να σου αρπάζει χρόνια. Μια γυναίκα που λάτρεψε ένα γράμμα της αλφαβήτου επειδή σ’ αυτό είδε τη ζωή που δεν έζησε· μια γυναίκα που δεν αποδέχτηκε ποτέ τη λέξη απεβίωσε για κάποιον που τον εκτέλεσαν.