Οι αληθινές αυτές αφηγήσεις των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας είναι μια κατάθεση ψυχής, είναι η ίδια τους η ζωή που έφυγε στα ξένα και άφησε πίσω της ατέλειωτους χωρισμούς, κούραση, αγωνία και ένα παράπονο στα χείλη. Τελικά αυτή ήταν η ζωή που ονειρεύτηκαν να ζήσουν στα ξένα; Ξεκίνησαν να βρουν την τύχη τους τη δεκαετία του '60 με μόνο εφόδιο τα νιάτα τους και τα γερά τους μπράτσα. Δεν ήθελαν να μείνουν για καιρό στα ξένα, γιατί στην καρδιά τους ήταν φυτεμένη η Πατρίδα. Εκεί στη φτωχή γειτονιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Το χρήμα όμως ήταν γλυκό, μπήκαν μέσα στα εργοστάσια, φίρμες, δρόμους και δουλεύοντας σαν κουρδισμένα ρολόγια, ξεχάστηκαν να γυρίσουν και γέρασαν στα ξένα. Τα περισσότερα σπίτια που κτίσανε στην πατρίδα, παραμένουν κλειστά. Σώπασαν και περιμένουν τον νοικοκύρη τους που αργεί να γυρίσει.