«Tη συναντούσε κάθε Δευτέρα απόγευμα στις 5, χειμώνα-καλοκαίρι στο ίδιο καφέ στην ίδια θέση. Ένα τραπεζάκι δίπλα στον τοίχο κάτω από έναν καθρέφτη, με δύο καρέκλες, τη μία απέναντι από την άλλη, μόλις ένα τραπέζι μακριά από το παράθυρο. Ένα κεντημένο άσπρο σεμεδάκι κι ένα βαζάκι με δυο-τρία φρέσκα λουλούδια. Ποτέ αλλού, ποτέ άλλη ώρα, ποτέ τίποτε άλλο εκτός από καφέ, πάντα πρώτος εκείνος, πάντα δεύτερη αυτή. Ανάμεσα στον χαιρετισμό της άφιξης και τον χαιρετισμό του τέλους ― “Γεια σου”, “Την άλλη Δευτέρα”― εκείνη του έλεγε τα όνειρά της…». Χρόνια μετά, η γυναίκα θα δει τα όνειρά της ζωγραφισμένα, στη συνέχεια κλεμμένα και, τέλος, διαμελισμένα και συντεθειμένα ξανά από την αρχή. ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΜΕ ΔΥΟ ΕΞΩΦΥΛΛΑ.