Το μυθιστόρημα αφιερώνεται "σ' αυτούς που κρατούν φωτισμένες όλη τη νύχτα τις σοφίτες"! Η αφιέρωση αυτή χαρακτηρίζει, γενικά, και το περιεχόμενο του βιβλίου. Ο "ένοικος της σοφίτας" επέλεξε για διαμονή "ένα χώρο ψηλά, με θέα, που να μπορεί να απλώνει τα όνειρά του. Και να μπορεί να αγκαλιάζει με τη ματιά του όλους συγχρόνως τους ανθρώπους και όχι μόνο. Ακόμη, να μπορεί ανεμπόδιστα να βλέπει και τ' άστρα και το φεγγάρι, που ήταν το άλλο μισό της ζωής του". Ο ένοικος, ένας αρχιτέκτονας, εραστής της σοφίτας από τα φοιτητικά του χρόνια, παρακολουθεί τη μεταμόρφωση μιας προσφυγικής γειτονιάς, αλλά και τους αγώνες και τις αγωνίες των κατοίκων της, που λίγο διαφέρουν από τη δική του, την προσωπική του περιπέτεια. Και όταν στο στάδιο πια του απολογισμού μιας ολόκληρης ζωής αναρωτιέται για τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή του η σοφίτα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "οι ψηλές σοφίτες με τους ανοιχτούς ορίζοντες αποδεικνύονται, συχνά, επικίνδυνες. Οι ανοιχτοί ορίζοντες που δεν απαιτούν ψηλές σοφίτες είναι ίσως ασφαλέστεροι". Η γειτονιά, ωστόσο, τα διαδραματιζόμενα σ' αυτή γεγονότα και οι κάτοικοί της είναι απλώς το πρόσχημα! Ένα βιβλίο γεμάτο νοσταλγία, ποίηση, ρομαντισμό, ευαισθησία, φιλοσοφική διάθεση... Εικόνες ζωής και εικόνες ονείρου. Ο συγγραφέας είναι καθηγητής Πανεπιστημίου.